χορηγητής

χορηγητής
ο
1) тот, кто предоставляет, выдаёт, отпускает (что-л.); 2) поставщик; снабженец; 3) тот, кто предоставляет субсидии, дотации, пособия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χορηγητής" в других словарях:

  • χορηγητής — ο θηλ. χορηγήτρια 1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον. 2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορηγητής — ο, θηλ. χορηγήτρια, Ν 1. αυτός που χορηγεί, χορηγός 2. προμηθευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… …   Dictionary of Greek

  • τροφοδότης — ο 1. αυτός που κάνει την τροφοδοσία, ο επαγγελματίας χορηγητής τροφίμων: Ο τροφοδότης του συντάγματος. 2. όργανο με το οποίο δίνουν τροφή στα μελίσσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»